διαλλακτικός, -ή

διαλλακτικός, -ή
επίρρ. αυτός που αποφεύγει τις συγκρούσεις και τις διαφωνίες, συμβιβαστικός, συμφιλιωτικός: Μ’ αρέσει να συζητώ τα προβλήματά μου μαζί του, γιατί είναι άνθρωπος διαλλακτικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαλλακτικός — inclined to mediate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλλακτικός — ή, ό (AM διαλλακτικός, ή, όν) [διαλλάσσω] συμφιλιωτικός, συμβιβαστικός …   Dictionary of Greek

  • διαλλακτικαί — διαλλακτικός inclined to mediate fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • διαλλακτικότητα — η διάθεση για συνδιαλλαγή, συμβιβαστικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλλακτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • ειρηνοθελής — εἰρηνοθελής, ές (Μ) 1. αυτός που επιθυμεί την ειρήνη, διαλλακτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τo εἰρηνοθελές η ιδιότητα τού ειρηνοθελούς, η επιθυμία για ειρήνη …   Dictionary of Greek

  • ευγνώμων — ον (ΑΜ εὐγνώμων, ον) 1. αυτός που αναγνωρίζει κάποια χάρη ή προσφορά που τού έγινε και τιμά τον ευεργέτη του 2. εκείνος που ανταποδίδει ή αισθάνεται υποχρεωμένος να ανταποδώσει την ευεργεσία αρχ. μσν. 1. καλόγνωμος, διαλλακτικός 2. επιεικής,… …   Dictionary of Greek

  • καταλλακτήριος — καταλλακτήριος, ία, ον (AM) [καταλλακτήρ] 1. αυτός που ανήκει στην ανταλλαγή 2. αυτός που ανήκει στη συμφιλίωση, διαλλακτικός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ Καταλλακτηρία επίθ. τής Αφροδίτης …   Dictionary of Greek

  • μετριοπαθής — ές (Α μετριοπαθής, ές) 1. αυτός που δεν παρασύρεται από τα πάθη του, μετρημένος, συνετός, λογικός 2. διαλλακτικός, συμβιβαστικός, υποχωρητικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοπαθές η μετριοπάθεια. επίρρ... μετριοπαθώς (Α μετριοπαθῶς) με… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”